- ένθεος
- -η, -ο και ένθους, -ουν (AM ἔνθεος, -ον και ἔνθους, -ουν)αυτός που κατέχεται από το θείον, σαν να έχει τον θεό μέσα του, θεόληπτος, θεόπνευστος, εμπνευσμένος («παύεσκε μὲν γάρ ἐνθέους γυναῑκας», Σοφ.)νεοελλ.(συνήθ. το συνηρ. ένθους)ενθουσιώδης, ενθουσιασμένος, γεμάτος ενθουσιασμόαρχ.-μσν.άγιος, ιερός, θείοςαρχ.(για έργο) ο εμπνευσμένος από θεία δύναμη.επίρρ...ενθέωςμε τρόπο ένθεο, θεόληπτο, με θεία δύναμη ή έμπνευση, με ενθουσιασμό.
Dictionary of Greek. 2013.